Υπερουριχαιμία - Διατροφή & ουρική αρθρίτιδα
Το ουρικό οξύ δεν αποτελεί συστατικό των τροφών αλλά το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των νουκλεοσιδίων της πουρίνη . Πρόκειται ένα ασθενές οξύ, με αναγωγικές ικανότητες, που δεν διαλύεται εύκολα και σχηματίζει κρυστάλλους. Η διαλυτότητα του αυξάνεται (και επομένως δεν σχηματίζονται κρύσταλλοι) όταν αυξάνεται το ΡΗ πάνω από 4 και όταν αυξάνεται η θερμοκρασία.
Η κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό είναι πάνω από 7,5 mg/dl στους άνδρες και 6,8 mg/dl στις γυναίκες ονομάζεται υπερουριχαιμία. Αίτια υπερουριχαιμίας μπορεί να είναι αυξημένη παραγωγή ουρικό οξέος ή ελαττωμένη απέκκριση από τα νεφρά ή και τα δύο.
Αυξημένη παραγωγή του ουρικού οξέος παρατηρείται κυρίως σε δίαιτα πλούσια σε πουρίνες. Τροφές πλούσιες σε πουρίνες είναι τα: α) σπλάχνα των ζώων (συκώτι, νεφρά, μυαλά, γλυκάδια) β) το κυνήγι ,τα πουλερικά, τα αλλαντικά γ) τα οστρακοειδή, οι γαρίδες, οι σαρδέλες η ρέγγα, το σκουμπρί δ) οι σούπες κοτόπουλου, ψαριού, κρέατος ε) τα αμύγδαλα στ) το αλκοόλ, κυρίως η μπύρα. Αυτές τις τροφές θα πρέπει επομένως, να τις αποφεύγουν πάση θυσία τα άτομα με αυξημένο ουρικό οξύ. Τροφές που περιέχουν πουρίνες αλλά σε μέτριες ποσότητες και γι αυτό μπορούν να καταναλώνονται, αλλά με μέτρο και προσοχή είναι: α) το κρέας γενικά (μοσχάρι, χοιρινό, αρνί, κατσίκι, πουλερικά) β) κουκιά, μπιζέλια, σπανάκι, σπαράγγια, μανιτάρια, κουνουπίδι, ντομάτα, όσπρια. γ) καφές, κακάο, σοκολάτα, τσάι, αναψυκτικά με ανθρακικό. δ) λοιποί ξηροί καρποί, αποξηραμένα φρούτα ε) βούτυρο, ελαιόλαδο, μαργαρίνη κτλ. Τέλος τροφές που περιέχουν ελάχιστα ποσά πουρινών ή και καθόλου και επομένως μπορούν να καταναλωθούν άφοβα από άτομα με υπερουριχαιμία είναι α) αμυλούχες τροφές (ψωμί, ζυμαρικά, πατάτες, ρύζι) β) τα γαλακτοκομικά (γάλα, τυρί γιαούρτι) με χαμηλά λιπαρά γ) ελιές, λαχανικά, (εκτός των παραπάνω) χορτόσουπες δ) φρούτα, χυμοί φρούτων κτλ. Επίσης αυξημένη παραγωγή του ουρικού οξέος παρατηρείται σε υπερβολική σωματική άσκηση, σε αύξηση του σωματικού βάρους ,στην υπερλιπιδιαιμία, στον ΣΔ, την υπέρταση, το στρες και κατά τη θεραπεία της φυματίωσης με πυραζιναμίδη, στη χημειοθεραπεία νεοπλασμάτων και στον αυξημένο καταβολισμό των νουκλεικών οξέων στις λευχαιμίες και τις αιμολυτικές αναιμίες. Ελαττωμένη απέκκριση παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από ΧΝΑ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συγκέντρωση του ουρικού οξέος στο αίμα. (Τα 2/3 περίπου του ουρικού οξέος αποβάλλονται από τα νεφρά και το υπόλοιπο με τα πεπτικά υγρά από τον εντερικό σωλήνα.)
Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών με υπερουριχαιμία παραμένουν ασυμπτωματικοί εφόρου ζωής, ένα ποσοστό τους (περίπου 15-20 %) εμφανίζει ουρική αρθρίτιδα. Πρόκειται για εναπόθεση στις αρθρώσεις κρυστάλλων ουρικού οξέος, με τη μορφή ουρικού μονονατρίου (βελονοειδείς κρύσταλλοι μήκους 2-10 μm). Στην οξεία φάση είναι κυρίως ενδοκυττάριοι ενώ στα μεσοδιαστήματα των κρίσεων και στη χρόνια μορφή της νόσου είναι εξωκυττάριοι. Η κατακρήμνιση αυτή, προκαλεί στις αρθρώσεις μια οξεία φλεγμονώδη αρθρίτιδα, που οδηγεί σε χρόνια καταστροφική ασθένεια των αρθρώσεων. Οι πιο συνηθισμένες αρθρώσεις όπου εντοπίζεται η φλεγμονή είναι η μεταταρσιοφαλαγγική του μεγάλου δακτύλου του ποδός, η ανάλογη του χεριού και η κατά γόνυ άρθρωση χωρίς να αποκλείεται επέκταση και σε άλλες αρθρώσεις. Η προτίμηση στις συγκεκριμένες αρθρώσεις οφείλεται στη χαμηλότερη θερμοκρασία τους και στη μείωση του ΡΗ στο αρθρικό υγρό. Η άρθρωση γίνεται επώδυνη, με τυπικές εξογκώσεις (τοφούς), παίρνει ερυθρό χρώμα, ενώ στις ακτινογραφίες παρατηρούνται αλλοιώσεις στα οστά. Για θεραπεία χορηγείται χλωροπρομαζίνη.