Συνηθείς παθήσεις Θυρεοειδούς
Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι συχνοί και αποτελούν το συχνότερο ενδοκρινολογικό πρόβλημα σε πολλές χώρες. Οι πιθανότητες ότι κάποιος θα ανακαλύψει έναν τουλάχιστον όζο θυρεοειδούς είναι 1 στις 10 ενώ σε ηλικίες άνω των 50 ετών είναι 1 στις 5 εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Κάποτε ένα άτομο από μόνο του θα ανακαλύψει ψηλαφητικά τον όζο, κάποτε η ανίχνευση θα γίνει κατά την κλινική εξέταση ρουτίνας από το γιατρό και κάποτε οι όζοι είναι τυχαίο εύρημα κατά την πραγματοποίηση ακτινολογικών εξετάσεων για άλλες παθήσεις (κυρίως στον έλεγχο των καρωτίδων). Οι όζοι μπορεί να αποτελούν απλά μια υπέρμετρη συλλογή φυσιολογικού θυρεοειδικού ιστού, κύστεις που περιέχουν υγρό, φλεγμονή (θυρεοειδίτιδα), ή όγκο (καλοήθη ή κακοήθη). Οι περισσότεροι είναι καλοήθεις αλλά μερικοί μπορεί να είναι και κακοήθεις. Παλαιότερα οι περισσότεροι όζοι αφαιρούνταν χειρουργικά, αλλά αυτό οδηγούσε σε πολλές αχρείαστες χειρουργικές επεμβάσεις οι οποίες πολλές φορές οδηγούσαν σε επιπλοκές (βράγχος φωνής κ.ά. ) αφού λιγότεροι από 1 στους 10 όζους ήταν καρκίνοι. Οι περισσότεροι από τους αφαιρεθέντες όζους θα μπορούσαν απλώς να παρακολουθούνται ή να αντιμετωπίζονται συντηρητικά.
Καθορισμός κατά πόσο ένας όζος είναι καλοήθης ή κακοήθης με αιματολογικές εξετάσεις ή την κλινική εξέταση δεν είναι συνήθως εφικτός. Ο απόλυτος τρόπος εξακρίβωσης είναι η βιοψία του όζου (μέσω ψηλάφησης ή κατευθυνόμενη με U/S ) η οποία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 2 με 3 χρόνια.
Ο αιματολογικός έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς μετρώντας τα επίπεδα θυροξίνης (Τ4) και TSH (ορμόνη που διεγείρει τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα) είναι συνήθως απαραίτητος και δυνατόν να καθορίσει την πορεία της περαιτέρω διερεύνησης. Οι περισσότεροι ασθενείς με όζους έχουν συνήθως φυσιολογική λειτουργία θυρεοειδούς. Θυρεοειδίτιδα Hashimoto. H πάθηση αυτή με το εξωτικό όνομα περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1912 από τον Ιάπωνα Ιατρό Hakaru Hashimoto, γι αυτό και ονομάστηκε έτσι. Λέγεται ακόμα και χρόνια Λεμφοκυτταρική Θυρεοειδίτιδα. Είναι μια από τις πιο συχνές θυρεοειδοπάθειες, συνήθως οικογενής (πιο συχνή μετάδοση αφορά μητέρα προς κόρη), μπορεί να παρουσιαστεί από μικρή ηλικία και χαρακτηρίζεται σαν μια φλεγμονώδης αντίδραση του θυρεοειδούς, προς την επίθεση που δέχεται από το ίδιο το ανοσοποιητικό του σύστημα αναγνωρίζοντας τον σαν ξένο σώμα. Η επίθεση αυτή ξεκινά με την παραγωγή αυτοαντισωμάτων εναντίον των αυτοαντιγόνων του Θυρεοειδούς τα οποία τελικά και τον καταστρέφουν. Μία σπάνια επιπλοκή της νόσου είναι το λέμφωμα του θυρεοειδούς. Από τα Εργαστηριακά ευρήματα, θα διαπιστωθεί: – Φυσιολογική ή και αυξημένη TSH – Φυσιολογική ή και στα κατώτερα φυσιολογικά όρια θυροξίνη (T4 ή FT4) – Αυξημένα Αντι TG αντισώματα – Αυξημένα Αντι TPO αντισώματα – Μερικές φορές αυξημένα TRAB αντισώματα. Τα αυξημένα αντισώματα είναι η κυριότερη μέθοδος ανίχνευσης. – Το Υπερηχογράφημα του Θυρεοειδούς επίσης βοηθάει στη διάγνωση, γιατί μπορεί πολύ νωρίς να δείξει αρχόμενη διαταραχή στο μέγεθος και τη σύσταση του Θυρεοειδή Αδένα, να δείξει δηλαδή διόγκωση, ανομοιογένεια, υποηχωγένεια και μικροοζώδη εμφάνιση του θυρεοειδή, όζους καθώς και αυξημένη αγγείωση του αδένος. Είναι σημαντική η πρόωρη διάγνωση της νόσου για να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο γρήγορη θεραπευτική αγωγή για την προστασία έναντι της καταστροφής του αδένος. Στον υπερθυρεοειδισμό ο θυρεοειδής αδένας είναι υπερβολικά δραστήριος και παράγει περισσότερες θυρεοειδείς ορμόνες από ότι χρειάζεται ο οργανισμός. Οι γυναίκες προσβάλλονται μέχρι 6 φορές συχνότερα από ότι οι άνδρες. Η πάθηση εκδηλώνεται σπανιότερα στους ηλικιωμένους παρά στους νέους. Συμβαίνει πιο συχνά στις ηλικίες μεταξύ 20 και 40 ετών. Περισσότερο από 70% των περιπτώσεων υπερθυρεοειδισμού οφείλονται στην ασθένεια Graves (διάχυτη τοξική βρογχοκήλη). Η διάγνωση βασίζεται στο ιατρικό ιστορικό όπου αναφέρεται κυρίως απώλεια βάρους, υπερένταση και ταχυαρρυθμίες, στην κλινική εξέταση, σε απλές αιματολογικές εξετάσεις όπως η μέτρηση των ορμονών καθώς και στο υπερηχογράφημα. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς (Τ4, Τ3) βρίσκονται σε ψηλά επίπεδα ενώ η ορμόνη TSH (θυρεοειδοτρόπος ορμόνη) που εκκρίνεται από την υπόφυση του εγκεφάλου και ρυθμίζει την παραγωγή ορμονών από το θυρεοειδή αδένα, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Το σπινθηρογράφημα με τη βοήθεια ραδιοϊσοτόπων, βοηθά διότι έχει τη δυνατότητα να απεικονίζει περιοχές με λειτουργικές ανωμαλίες του θυρεοειδούς. Το υπερηχογράφημα αναδεικνύει το μέγεθος του αδένος (που είναι συνήθως αυξημένο), την σύσταση και την αγγείωση του (επίσης συνήθως αυξημένη) καθώς και αν υπάρχουν όζοι (σύνηθες) και την μορφολογία αυτών. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς συνήθως εμφανίζεται στην περιοχή του τραχήλου σαν ένα οζίδιο ή μια μάζα, που δεν προκαλεί πόνο. Η αναλογία εμφάνισης σε γυναίκες και άνδρες είναι 2,5 προς 1 αντίστοιχα. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί τύποι καρκίνου του θυρεοειδούς και εμφανίζονται κυρίως με την μορφή όζων: θηλώδης, θυλακιώδης, μυελοειδής, και αναπλαστικός. Οι πιο συνηθισμένοι είναι ο θηλώδης και ο θυλακιώδης εκ των οποίων ο πρώτος είναι ο πιο συχνός και συνήθως πολύ χαμηλής κακοήθειας. Τα οζίδια του θυρεοειδούς παρουσιάζονται σχετικά συχνά αλλά μόνο 5-10% αυτών είναι κακοήθη όπως προαναφέρθηκε. Η παρουσία πολλών οζιδίων στο θυρεοειδή αδένα μειώνει συνήθως την πιθανότητα να είναι κάποιο κακόηθες ενώ η παρουσία μονήρους οζιδίου χρειάζεται πάντα τουλάχιστον παρακολούθηση. Εάν βρεθούν οζίδια του θυρεοειδούς, ο γιατρός συστήνει ορισμένες εξετάσεις: Μέτρηση των ορμονών που ελέγχουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς ή που παράγονται από αυτόν (TSH, T4, T3). Υπερηχογράφημα τραχήλου/θυρεοειδούς, όπου φαίνεται το σχήμα, το μέγεθος και η αγγείωση του όζου του θυρεοειδούς, καθώς και η πιθανή παρουσία ύποπτων λεμφαδένων στον τράχηλο. Σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα, το οποίο δείχνει το σχήμα, το μέγεθος και τη λειτουργία του αδένα και των οζιδίων εξέταση όμως που τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί λόγω της χρήσης πιο εξελιγμένων μεθόδων Για να ελεγχθεί αν το οζίδιο είναι κακόηθες χρησιμοποιείται η παρακέντηση του οζιδίου του θυρεοειδούς με λεπτή βελόνα. Η παρακέντηση μπορεί να γίνει είτε απευθείας με ψηλάφηση του όζου είτε με τη βοήθεια του υπερηχοτομογράφου (κατευθυνόμενη). Η παρακέντηση αφορά όζους μεγαλύτερους του 1 εκ.
Συμπερασματικά να σημειώσουμε ότι ο καλύτερος τρόπος ελέγχου και παρακολούθησης του θυρεοειδούς ήταν και παραμένει η παρακολούθηση των θυρεοειδικών ορμονών, το υπερηχογράφημα και η κλινική εξέταση. Η αξιολόγηση όλων αυτών από τον αρμόδιο ιατρό (ενδοκρινολόγο) αποτελεί την πλήρη κάλυψη μας έναντι των παθήσεων του θυρεοειδούς. Εδώ να σημειώσουμε ότι η χώρα μας, λόγω γεωγραφικής θέσης (μεσογειακή) ανήκει στις χώρες με αυξημένη πιθανότητα θυρεοειδικών διαταραχών.