Στατίνες, μια επαναστατική θεραπεία μείωσης των καρδιαγγειακών νοσημάτων
Οι στατίνες αποτελούν τη σημαντικότερη κατηγορία υπολιπιδαιμικών φαρμάκων μειώνοντας την ενδοκυττάρια συγκέντρωση χοληστερόλης στο ήπαρ μέσω της αναστολής του ενζύμου HMG-CoA αναγωγάση. Πρόκειται για μια επαναστατική αλλαγή στη θεραπεία των δυσλιπιδαιμιών λόγω της αποτελεσματικότητας και της καλής ανοχής από τους περισσότερους ασθενείς.
Πολυάριθμες προοπτικές μελέτες τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή πρόληψη απέδειξαν την ιδιαίτερη συμβολή τους στη μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στις πολλές «πλειοτρόπες» δράσεις που έχουν πέραν της μείωσης της LDL χοληστερόλης. Η μείωση των στεφανιαίων νοσημάτων και της θνητότητας δεν αποδίδεται μόνο στην μείωση της εξέλιξης της αθηροσκλήρωσης. Οι στατίνες εκτός από τη μείωση της χοληστερόλης, έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες συμβάλλοντας στην σταθεροποίηση της αθηρωματικής πλάκας και βελτιώνοντας την ενδοθηλιακή λειτουργία.
Η έναρξη της θεραπείας με στατίνες συνιστάται να γίνεται λαμβάνοντας υπόψιν τα επίπεδα χοληστερόλης του ασθενούς καθώς και το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι στη δευτερογενή πρόληψη ο στόχος LDL<70mg/dl σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο υποτροπής των καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Βέβαια η καθιέρωση ενός φαρμάκου προυποθέτει και την απουσία πολλών παρενεργειών. Η πλέον συχνή παρενέργεια των στατινών είναι η μυοπάθεια που εκδηλώνεται είτε ως μυαλγία χωρίς αύξηση της CPK, είτε ως μυοσίτιδα με μυικούς πόνους και ταυτόχρονη αύξηση της CPK. Στην κλινική πράξη η μυαλγία χωρίς αύξηση της CPK εμφανίζεται σε ένα ποσοστό 5-10% των ασθενών που λαμβάνουν στατίνες. Όταν η CPK αυξηθεί στο 5πλάσιο, τότε η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται. Όταν η CPK επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα τότε είτε χορηγείται άλλη στατίνη, είτε επαναχορηγείται η ίδια σε χαμηλότερη δόση και ο ασθενής παρακολουθείται στενά. Ο κίνδυνος εμφάνισης μυοσίτιδας είναι μεγαλύτερος σε ηλικιωμένα άτομα και στους πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια ή υποθυρεοειδισμό. Σε ένα ποσοστό 1-3% των ασθενών παρατηρείται μια μικρή ασυμπτωματική αύξηση των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινασών). Όταν τα ηπατική ένζυμα αυξηθούν τρεις φορές πάνω του ανώτερου φυσιολογικού ορίου τότε επιβάλλεται η διακοπή του φαρμάκου. Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι δεν προκαλείται μόνιμη βλάβη στο ήπαρ αλλά αντιθέτως είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή του φαρμάκου. Με βάση την Ευρωπαική εταιρεία Αθηροσκλήρωσης ο έλεγχος των τρανσαμινασών πρέπει να γίνεται προ της έναρξης της αγωγής με στατίνη, στις 45 μέρες και κατόπιν στις 4-6 μήνες. Πιο σπάνιες παρενέργειες αποτελούν οι γαστρεντερικές διαταραχές, ενώ τελευταία μεγάλη έρευνα γίνεται γύρω από τη σχέση στατινών και σακχαρώδους διαβήτη. Φαίνεται ότι η έναρξη της αγωγής με στατίνη σχετίζεται με πρωιμότερη εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη σε άτομα που έχουν ήδη προδιάθεση.
Συμπερασματικά
Οι στατίνες αποτελούν μια επαναστατική θεραπευτική προσέγγιση στη μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων καθώς και της ολικής θνητότητας από καρδιακά αίτια. Η χορήγηση τους πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τα επίπεδα της χοληστερόλης όσο και το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.