Ουρηθρίτιδες
Ουρηθρίτιδα ονομάζεται η φλεγμονή της ουρήθρας τόσο από μικροβιακούς, όσο και από μη λοιμώδεις παράγοντες, π.χ μηχανικά ή χημικά αίτια, αυτοάνοσα νοσήματα κλπ.
Όσον αφορά τα βακτηριακά της αίτια, η ουρηθρίτιδα διακρίνεται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: Τη γονοκοκκική και τη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα. Η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, με αίτιο τη Neisseria gonorrhoeae, αποτελεί συχνή λοίμωξη του ανδρικού ουρογεννητικού συστήματος, με μεγαλύτερη επίπτωση στην ηλικία των 15-30 ετών.
Είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, με χρόνο επώασης 2-8 ημέρες, από τη στιγμή της επαφής με το μολυσμένο άτομο. Η κλινική της εικόνα είναι κατά κανόνα έντονη, με δυσουρικά ενοχλήματα, καυσουρία, πιθανότατα και κνησμό στην περιοχή, αλλά κυρίως με χαρακτηριστικό ουρηθρικό έκκριμα, συνήθως, πυώδες, κρεμώδες ή κιτρινωπό, ίσως και με πρόσμιξη αίματος κάποιες φορές.
Σπανιότερα η νόσος μπορεί να διαδράμει και ασυμπτωματικά. Η διάγνωση της γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας στηρίζεται στην άμεση μικροσκόπηση χρωματισμένου παρασκευάσματος του ουρηθρικού εκκρίματος κατά Gram και στην καλλιέργεια αυτού, η οποία αποτελεί και τη μέθοδο αναφοράς (gold-standard μέθοδος). Οι μοριακές, εξάλλου, πια τεχνικές με τη βοήθεια της PCR (αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης) προσφέρουν τη δυνατότητα ανίχνευσης του υπεύθυνου μικροοργανισμού, με μεγαλύτερα ποσοστά ευαισθησίας.
Η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα είναι δυνατόν, χωρίς την κατάλληλη και έγκαιρη αγωγή, να οδηγήσει σε σημαντικές επιπλοκές, τόσο τοπικές, όπως είναι η προστατίτιδα, η επιδιδυμίτιδα και η επιχώρια επώδυνη λεμφαδενίτιδα, όσο και συστηματικές, όπως είναι η σηπτική γονοκοκκική μονοαρθρίτιδα, η διάχυτη γονοκοκκική λοίμωξη (με πυρετό, εξάνθημα, τενοντοθυλακίτιδα, μεταναστευτική πολυαρθραλγία), η περικαρδίτιδα, η ενδοκαρδίτιδα, η μηνιγγίτιδα κλπ.
Η μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα έχει ως κύρια αίτια τα εξής παθογόνα:
- Chlamydia trachomatis (ορότυποι D-K)
- Ureaplasma urealyticum
- Mycoplasma genitalium
- Trichomonas vaginalis
- Candida spp
- κλπ.
Η συχνότερη μορφή μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας, δηλαδή η χλαμυδιακή, αποτελεί επίσης σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη, με χρόνο επώασης 6-14 ημέρες, από τη στιγμή της επαφής με το μολυσμένο άτομο. Εκδηλώνεται με λιγότερο έντονη συμπτωματολογία από τη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, με παρουσία δυσουρίας και περισσότερο υδαρές ουρηθρικό έκκριμα.
Για τη διάγνωσή της, η μέθοδος αναφοράς είναι η μοριακή, με διάφορες τεχνικές, κάποιες από τις οποίες δίνουν τη δυνατότητα παράλληλης ανίχνευσης και του γονοκόκκου. Επιπλοκή της είναι η ανάπτυξη αντιδραστικής αρθρίτιδας.
H θεραπεία της γονοκοκκικής και μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας στηρίζεται στη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών, για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, είτε ενδομυικά, είτε από το στόμα, είτε ενδοφλεβίως, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητά της και πρέπει να επιβεβαιώνεται από την παρουσία αντιβιογράμματος. Επιβάλλεται να υποβάλλεται σε αγωγή και ο/η σεξουαλικός σύντροφος και οι ασθενείς θα πρέπει επίσης να ελέγχονται για την πιθανότητα ταυτόχρονης λοίμωξης από HIV ή σύφιλη.
ΠΡΟΣΤΑΤΙΤΙΔΕΣ
Η προστατίτιδα, η φλεγμονή δηλαδή του προστατικού αδένα, αποτελεί νόσο πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, η ταξινόμηση της οποίας περιλαμβάνει τις εξής κατηγορίες:
- Οξεία βακτηριακή προστατίτιδα
- Χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα
- Σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους, φλεγμονώδες και μη φλεγμονώδες
- Ασυμπτωματική προστατίτιδα
Η οξεία βακτηριακή προστατίτιδα εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε νέους άνδρες, με θορυβώδη κλινική εικόνα, εντονότατα κυστικά ενοχλήματα, συχνουρία, καυσουρία, περινεικό άλγος, υψηλό πυρετό με ρίγος, ναυτία, εμέτους, αρθραλγίες, μυαλγίες κλπ. Πρόκειται για οξεία φλεγμονώδη κατάσταση, με αυξημένους εργαστηριακούς δείκτες φλεγμονής (ΤΚΕ, CRP, WBCs, κλπ.) και αύξηση στην τιμή του PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο).
Η διάγνωσή της πραγματοποιείται μέσω της θετικής καλλιέργειας ούρων σε συνδυασμό με τα ευρήματα της γενικής ούρων, με συχνότερα παθογόνα τα Escherichia coli, Proteus spp, Klebsiella spp. Pseudomonas spp. και άλλα εντεροβακτηριακά μικρόβια. Αντενδείκνυται η μάλαξη του προστάτη.
Η χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα είναι η εμμένουσα λοίμωξη του προστάτη για χρονικό διάστημα >3 μήνες που προσβάλλει κατά κανόνα άνδρες ηλικίας 30-50 ετών. Συνήθως, υπάρχει ένα ιστορικό λοιμώξεων της ουροφόρου οδού, η κλινική εικόνα ποικίλλει από ασυμπτωματική μέχρι την παρουσία ήπιων έως μέτριων κυστικών ενοχλημάτων, περινεικής ευαισθησίας, πόνου στους όρχεις, πόνου στην εκσπερμάτιση, ίσως και αιμοσπερμίας. Ο προστατικός αδένας εμφανίζεται συχνά διογκωμένος ή και σκληρός κατά την ψηλάφηση.
Για τη διάγνωση βοηθά, συνήθως, η καλλιέργεια του προστατικού εκκρίματος και η παράλληλη παρουσία πυοσφαιρίων σε αυτό, η λήψη του οποίου γίνεται από ουρολόγο, με συχνότερα παθογόνα τα εντεροβακτηριακά μικρόβια (Ε.coli, Proteus spp, Klebsiella spp. κλπ.) αλλά επιπλέον και τον εντερόκοκκο.
Απαραίτητη θεωρείται και η εξέταση δείγματος ούρων μετά τη λήξη του προστατικού εκκρίματος.
Το σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους διακρίνεται στο φλεγμονώδες και μη φλεγμονώδες και αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των περιπτώσεων της προστατίτιδας (80-90 %).
Η φλεγμονώδης μορφή (παλαιότερα γνωστή ως αβακτηριακή προστατίτιδα) αφορά κατά κύριο λόγο μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες, συνήθως, με ιστορικό λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Υπάρχουν ήπια ενοχλήματα, με προεξάρχον τον πόνο μεταξύ πρωκτού και όρχεων και προστατικό αδένα, συνήθως, με ‘’ανώμαλους’’ χαρακτήρες κατά τη δακτυλική εξέταση και ψηλάφηση αυτού. Διαγιγνώσκεται με τη βοήθεια της παρουσίας πυοσφαιρίων στο προστατικό έκκριμα, αλλά χωρίς την ανεύρεση παθογόνων στην καλλιέργεια αυτού. Αν και έχουν ενοχοποιηθεί διάφορα μικροβιακά αίτια, πχ χλαμύδια, μυκοπλάσματα και ιοί, η ακριβής αιτία παραμένει άγνωστη και συχνά η διάγνωση τίθεται εξ αποκλεισμού.
Η μη φλεγμονώδης μορφή (παλαιότερα γνωστη ως προστατοδυνία) μοιάζει κλινικά με τη χρόνια προστατίτιδα, ο προστάτης μπορεί να είναι φυσιολογικός κατά τη δακτυλική εξέταση, ο ασθενής μπορεί να μην εμφανίζει ιστορικό ουρολοιμώξεων, αλλά ενδεχομένως συνυπάρχουν παθολογικά ευρήματα από τον ουροδυναμικό έλεγχο. Αναφέρεται ότι συχνά προκαλεί έντονο άγχος και πιθανή καταθλιπτική συμπτωματολογία στα άτομα που υποφέρουν από αυτό, ενώ συνήθως δεν απομονώνται μικρόβια ούτε με την κλασσική καλλιέργεια ούρων, ούτε με την καλλιέργεια του προστατικού εκκρίματος, οπού επίσης είναι χαρακτηριστική η απουσία πυοσφαιρίων.
Στην ασυμπτωματική, τέλος, προστατίτιδα, ο ασθενής δεν εμφανίζει συμπτώματα και η ανακάλυψη της γίνεται συνήθως τυχαία, όταν ο ασθενής προσέρχεται για σπερμοδιάγραμμα (οπότε ανευρίσκονται αυξημένα πυοσφαίρια στο δείγμα), ή όταν ο ασθενης υποβάλλεται σε βιοψία προστατικού αδένα, λόγω αυξημένης τιμής στο PSA (οπότε εμφανίζεται εικόνα φλεγμονής στην ιστολογική εξέταση).
Η θεραπεία της προστατίτιδας, αναλόγα με την κάθε κατηγορία, στηρίζεται στη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών, για ποικίλο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό, πιθανότατα, και με άλλες κατηγορίες φαρμάκων, πχ. ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη), αγχολυτικά, α-ανταγωνιστές, αντικαταθλιπτικα, πάντα μετά από εκτίμηση, παρακολούθηση και καθοδήγηση από ουρολόγο.