Ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης - Ιστορική Αναδρομή
Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί το σημαντικότερο θεσμό κοινωνικής αλληλεγγύης και αναδιανομής του πλούτου των σύγχρονων κοινωνιών τόσο μεταξύ των παραγωγικών ομάδων της ίδιας γενεάς όσο και μεταξύ διαφορετικών γενεών. Βασική επιδίωξη του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης είναι η μεταφορά πόρων από τα μέλη των παραγωγικά ενεργών γενεών προς τις παλαιότερες και μη ενεργές οικονομικά, ώστε οι τελευταίες να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Παράλληλα μεταφορά πόρων υπάρχει και εντός των ίδιων γενεών, ώστε να υπάρχει οικονομική εξασφάλιση σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως ασθένεια, αναπηρία, κύηση, ανεργία ή ατύχημα.
Η κοινωνική ασφάλιση που πολλές φορές ταυτίζεται και όχι αδίκως με την κοινωνική πολιτική των κρατών πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
α. Να είναι δημόσια υποχρεωτική ασφάλιση
β. Να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων
γ. Να εξασφαλίζει την κάλυψη αναγκών από απώλεια εισοδήματος σε περιπτώσεις ασθένειας, μητρότητας, αναπηρίας ή γήρατος.
Συνεπώς η λειτουργεία της κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να είναι συλλογική με δημόσιο χαρακτήρα και να διέπεται από τις αρχές της υποχρεωτικότητας, της καθολικότητας και της ανταποδοτικότητας μεταξύ των γενεών.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα,η συντελούμενη κοινωνικοοικονομική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη με την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα τη μορφοποίηση ενός νέου πολιτικού πλαισίου στη Γερμανία που οδήγησε στο πρώτο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής αφάλισης. Κάτω από την πίεση της κυρίαρχης θέσης Μ.Βρετανίας στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και της επέκτασης των σοσιαλιστικών κινημάτων στο εσωτερικό της Γερμανίας, ο Καγκελάριος Βίσμαρκ θέσπισε μία σειρά νόμων τη δεκαετία του 1880, αρχικά για την αντιμετώπιση της ασθένειας και του εργατικού ατυχήματος (1883) και στη συνέχεια και του γήρατος (1889), για να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των εργαζομένων. Επεδίωξε με αυτό τον τρόπο να αυξήσει το εργασιακό τους ενδιαφέρον, έτσι ώστε να συμβάλουν στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας. Η κοινωνική ασφάλιση με τους νόμους Βίσμαρκ είχε πλέον γεννηθεί, μετατρέποντας το κράτος από απλό παρατηρητή των κοινωνικών φαινομένων σε κράτος πρόνοιας και τη μετατροπή της ευθύνης για την αντιμετώπιση της ασθένειας και του γήρατος από ατομική σε συλλογική.
Το 1900 μόνο δύο χώρες (η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία) είχαν θεμελιωμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους. Η ύφεση του 1929-30 και πάνω από όλα οι καταστροφικές της συνέπειες σε όλες καθολικά τις κοινωνίες κατέδειξε την ανάγκη όπως η κοινωνική πολιτική να υπολογίζεται ως άμεσα συνδεόμενη με την οικονομική πολιτική και όχι ως ξεχωριστή δράση, με τις δικές τις αυτόνομες αξίες.
Η τρομακτική αύξηση των ποσοστών ανεργίας σε συνδυασμό με την παγκόσμια ύφεση,έδωσαν το ερέθισμα στον Γουίλιαμ Χένρυ Μπέβεριτζ να εστιάσει στο ρόλο της πλήρους απασχόλησης και να τονίσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χωρίς πλήρη απασχόληση. Το σχέδιο Μπέβεριτζ ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο κρατικής αρωγής, δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικών ασφαλίσεων που η εφαρμογή του μετέτρεψε σταδιακά τη μεταπολεμική Βρετανία σε μία δημοκρατία πιο προχωρημένη σε σχέση με τα άλλα κράτη του Δυτικού Κόσμου. Το μοντέλο της κοινωνικής ασφάλισης που εισήγαγε με την έκθεσή του ο Μπέβεριτζ χαρακτηριζόταν από την καθολικότητα των παροχών (προς όλους και όχι μόνο προς τους εργαζόμενους) και τη δημιουργία ενός εθνικά ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης με τη μορφή παροχών, όπως το επίδομα ανεργίας ή η αναπηρική σύνταξη, με βασικό στόχο όλων αυτών την καταπολέμηση της φτώχειας.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, όλα σχεδόν τα κράτη διέθεταν ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Διαμορφώθηκε το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο που στηρίχθηκε σε μία σειρά από συμφωνίες και συνθήκες όπως η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλειας, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας.
Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του 1970, διάφοροι παράγοντες άλλαξαν τη φιλοσοφία του κράτους πρόνοιας. Η γήρανση του πληθυσμού οδήγησε σε υψηλότερα επίπεδα δημόσιων δαπανών για συντάξεις και παροχή υπηρεσιών υγείας, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ελλείμματα, ασκώντας πίεση στα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή η ολοένα εντεινόμενη οικονομική πίεση στο κράτος πρόνοιας αυξήθηκε εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, της γενικότερης επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης, της αυξανόμενης ανεργίας και τέλος της απαίτησης των πολιτών για καλύτερη ποιότητα δημόσιων υπηρεσιών ειδικά σε θέματα υγείας. Ειδικά στη Βρετανία, η οποία είχε βιώσει από το 1960 χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μείωση του βιομηχανικού τομέα, αύξηση της ανεργίας και αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, τα προβλήματα ήταν πιο έντονα από ότι αλλού.
Έτσι, γίνεται κατανοητό γιατί βρήκε πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή της η θεωρία του Μίλτον Φρίντμαν ο οποίος υπήρξε υποστηρικτής της αυστηρής νομισματικής πολιτικής. Ο Φρίντμαν θεωρούσε ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία αποτελεί το θεμέλιο λίθο της οικονομικής ευημερίας. Εισήγαγε τον όρο της «ελεύθερης αγοράς», η οποία χαρακτηρίζεται από την εξοικονόμηση, τη σκληρή εργασία, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη μείωση της κρατικής παρεμβατικότητας, η οποία εμποδίζει την επιχειρηματικότητα και πνίγει την αγορές. Θιασώτες του μοντέλου Φρίντμαν υπήρξαν ο Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, ο οποίος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς στην Κίνα, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν, που υιοθέτησαν επίσης τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε αρχικά στις Η.Π.Α. και μετέπειτα σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες την αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την εισαγωγή των ιδιωτικών μορφών ασφάλισης, είτε με τη μορφή ασφαλιστικών εταιριών είτε με τη μορφή προσωπικών ασφαλιστικών λογαριασμών, όπου θα προσφεύγουν όσοι επιθυμούν έναν υψηλότερο βαθμό αναπλήρωσης των αποδοχών τους μετά τη συνταξιοδότηση. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αποτέλεσε για τους νεοφιλελεύθερους άλλη μία απόδειξη της βιωσιμότητας του οικονομικού μοντέλου του Φρίντμαν.
Την τελευταία δεκαετία τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αντιμετωπίζουν ίσως τη μεγαλύτερη κρίση από ιδρύσεώς τους. Η κρίση αυτή εκδηλώνεται τόσο με τη μορφή ανισορροπίας του οικονομικού ισοζυγίου όσο και με αδυναμία κάλυψης των βασικών κοινωνικοασφαλιστικών αναγκών. Η πρόσφατη οικονομική ύφεση, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, η συρρίκνωση της απασχόλησης (από πλήρη σε μερική) και η γήρανση του πληθυσμού στερεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας από σημαντικούς πόρους που επηρεάζουν αρνητικά τη βιωσιμότητά του. Για παράδειγμα στην Ελλάδα, η αύξηση των επισήμως ανέργων στο επίπεδο του 1.000.000 ατόμων, αποστερεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από πόρους της τάξης των 4,5 δις ευρώ ή 2% του Α.Ε.Π. το χρόνο. Τέλος, σε διεθνές επίπεδο και με αφετηρία κυρίως το πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης επικρατεί έντονος προβληματισμός και προτείνονται μία σειρά από εναλλακτικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης κυρίως όμως από την οικονομική της πλευρά. Οι προτάσεις αυτές εστιάζουν σε δύο κατευθύνσεις:
α. Στην αύξηση των ορίων ηλικίας και των προϋποθέσεων λήψης των παροχών
και β. Στη μείωση του βαθμού αναπλήρωσης των αποδοχών μετά τη συνταξιοδότηση και στη γενικότερη μείωση των παροχών.