Μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι
Η υπέρταση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας, που απασχολεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Μεταξύ μάλιστα των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών, περισσότεροι από τους μισούς εμφανίζουν αυξημένη αρτηριακή πίεση. Τόσο η διάγνωσή της υπέρτασης όσο και η παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία βασίζονται στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.
Για να έχουν όμως αξία οι όποιες μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης, πρέπει να γίνονται με σωστό τρόπο. Ιδανικά, το άτομο πρέπει να βρίσκεται σε καθιστή θέση, με τα πόδια να ακουμπούν και τα δύο στο έδαφος και τον αγκώνα να στηρίζεται πάνω σε ένα τραπέζι ή στο μπράτσο μίας πολυθρόνας. Η περιχειρίδα θα πρέπει να τυλίγεται γύρω από το βραχίονα στο ύψος της καρδιάς, με το κάτω όριό της να μένει 1-2 εκατοστά πάνω από τον αγκώνα. Πρέπει να εφαρμόζει καλά, χωρίς ούτε να σφίγγει πολύ ούτε να είναι πολύ χαλαρή. Για να επιτευχθεί αυτό μπορεί να χρειαστεί να προμηθευτεί κανείς μία πιο μεγάλη σε μέγεθος περιχειρίδα (όταν η περίμετρος του βραχίονα είναι πολύ μεγάλη, π.χ. σε παχύσαρκους) ή μία πιο μικρή (στους πολύ αδύνατους). Πριν την πρώτη μέτρηση θα πρέπει κανείς να μένει έτσι καθιστός και ήρεμος για 3-5 λεπτά. Στη συνέχεια καλό θα είναι να ληφθούν δύο μετρήσεις με διαφορά 1-2 λεπτών μεταξύ τους. Αν τα αποτελέσματα απέχουν πάνω από 10 mmHg, θα πρέπει να ληφθεί και μια τρίτη μέτρηση. Σε άτομα με αρρυθμίες (π.χ. κολπική μαρμαρυγή) μπορεί να χρειαστούν ακόμη περισσότερες μετρήσεις. Ως τιμή τελικά κρατάμε το μέσον όρο αυτών των μετρήσεων.
Η συσκευή με την οποία θα μετρήσουμε την αρτηριακή πίεση έχει και αυτή σημασία. Πολλοί γιατροί προτιμούν να μετρούν χειροκίνητα την πίεση με το κλασικό πιεσόμετρο και το στηθοσκόπιο. Το ακουστικό τοποθετείται πάνω από τη βραχιόνιο αρτηρία, στην έσω πλευρά του βραχίονα, λίγο πάνω από τον αγκώνα. Η περιχειρίδα φουσκώνεται μέχρι μια πίεση πάνω από τη συστολική (τη ‘μεγάλη’) πίεση ώστε να μην ακούγεται καθόλου ο σφυγμός της αρτηρίας και, στη συνέχεια, αφήνεται να ξεφουσκώσει αργά-αργά. Το σημείο όπου αρχίζει να ακούγεται ο σφυγμός της αρτηρίας (ο λεγόμενος ‘ήχος Korotkof I’) αντιστοιχεί στη συστολική αρτηριακή πίεση, ενώ το σημείο όπου παύει να ακούγεται ο σφυγμός (ο λεγόμενος ‘ήχος Korotkof V’) αντιστοιχεί στη διαστολική (τη ‘μικρή’) πίεση. Η μέθοδος αυτή είναι πολύ αξιόπιστη σε σωστά εκπαιδευμένα χέρια, χρειάζεται όμως και εξάσκηση. Γι’ αυτό και όταν μετράει μόνος του κανείς την πίεση στο σπίτι ίσως θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιεί κάποιο ηλεκτρονικό, αυτόματο πιεσόμετρο. Οι συσκευές που εφαρμόζουν στο βραχίονα θεωρούνται γενικά πιο αξιόπιστες από τις συσκευές που μετρούν την πίεση στον καρπό. Οι συσκευές καρπού θα πρέπει λοιπόν να αποφεύγονται, με εξαίρεση τους πολύ παχύσαρκους, οι οποίοι μπορεί να δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλη περιχειρίδα για το βραχίονά τους. Καλό θα είναι η συσκευή που θα χρησιμοποιηθεί να είναι πιστοποιημένη. Στην ιστοσελίδα http://www.dableducational.org υπάρχει ένας κατάλογος με δοκιμασμένες και αξιόπιστες συσκευές.
Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι αποτελεί πολύτιμο εργαλείο, που συμπληρώνει τη μέτρησή της στο ιατρείο. Υπάρχουν πολλά άτομα που έχουν αυξημένη αρτηριακή πίεση στο ιατρείο, αλλά φυσιολογική πίεση στο σπίτι. Πάσχουν από τη λεγόμενη ‘υπέρταση της λευκής μπλούζας’. Τα άτομα αυτά έχουν ενδιάμεσο κίνδυνο μεταξύ των υπερτασικών και μη υπερτασικών, και, ανάλογα με το αν εμφανίζουν και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, μπορεί να χρειάζονται ή όχι φαρμακευτική αγωγή. Από την άλλη, υπάρχουν άτομα με φυσιολογική πίεση στο ιατρείο και αυξημένη στο σπίτι. Αυτοί πάσχουν από ‘συγκαλυμμένη’ υπέρταση και αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα άτομα με κλασική υπέρταση.
Ποια είναι όμως τα όρια της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης; Στο ιατρείο, φυσιολογική είναι η συστολική πίεση <140 mmHg και η διαστολική <90 mmHg. Για τις μετρήσεις στο σπίτι, τα όρια είναι πιο αυστηρά: η συστολική πίεση πρέπει να είναι <135 mmHg και η διαστολική <85 mmHg. Όταν πρόκειται μάλιστα για μέσο όρο 24ώρου (που λαμβάνεται με την περιπατητική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια), φυσιολογικές θεωρούνται οι τιμές <130 mmHg και <80 mmHg, αντίστοιχα.
Έστω λοιπόν ότι κάποιος μετράει την πίεσή του και βρίσκει μία παθολογική τιμή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ξεκινήσει αυτόματα και αγωγή; Συνήθως όχι. Η αρτηριακή πίεση μεταβάλλεται σημαντικά από μέρα σε μέρα, αλλά και μέσα στην ίδια μέρα. Στους περισσότερους ανθρώπους ακολουθεί το λεγόμενο ‘κιρκαδιανό’ ρυθμό στη διάρκεια του 24ώρου: αυξάνεται το πρωί, μειώνεται το μεσημέρι, ανεβαίνει το απόγευμα και πέφτει τη νύχτα. Γι’ αυτό και συνήθως συστήνεται να μετρά κανείς την πίεσή του το πρωί μόλις ξυπνήσει και το απόγευμα ή βράδυ. Διάφοροι εξωγενείς παράγοντες επίσης την επηρεάζουν: η άσκηση, ο πόνος, το άγχος, ο θυμός κ.α. ανεβάζουν την πίεση.
Πολλές φορές λοιπόν, για να είναι σίγουρη η διάγνωση της υπέρτασης και για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής χρειαζόμαστε πολλαπλές μετρήσεις. Μία συνήθης τακτική είναι να μετρά κανείς την πίεσή του δύο φορές την ημέρα επί 5-7 ημέρες στο σπίτι και να υπολογίζει το μέσον όρο.
Ένας ακόμη τρόπος, που θεωρείται μάλιστα μέθοδος αναφοράς λόγω της ακρίβειας και αντικειμενικότητάς της, είναι η 24ωρη περιπατητική καταγραφή της αρτηριακής πίεσης, το λεγόμενο Holter πίεσης. Το Holter πίεσης είναι μια συσκευή παρόμοια σε εμφάνιση και λειτουργία με το ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, λίγο μικρότερη όμως σε διαστάσεις, που φοριέται γύρω από τον ώμο ή τη μέση. Διαθέτει μία συμβατική περιχειρίδα, η οποία φουσκώνει ανά 15-30 λεπτά στη διάρκεια της ημέρας και ανά 30-60 λεπτά στη διάρκεια της νύχτας. Συλλέγεται έτσι ένα μεγάλος αριθμός μετρήσεων της πίεσης στη διάρκεια ενός 24ώρου (συνήθως 40-60). Μπορούν έτσι να υπολογιστούν ο μέσος όρος στη διάρκεια της ημέρας, στη διάρκεια της νύχτας, η διαφορά τους (φυσιολογικά πρέπει να υπερβαίνει το 10%), το ποσοστό των μετρήσεων που ξεπερνά τις φυσιολογικές τιμές κ.α. Οι τιμές μπορούν επίσης να απεικονιστούν σε γραφική παράσταση, διευκολύνοντας την ερμηνεία τους.
Ο γιατρός μπορεί να λοιπόν να αξιοποιήσει όλες αυτές τις πληροφορίες για να έχει μια καλύτερη ιδέα της συμπεριφοράς της αρτηριακής πίεσης σε ένα 24ωρο και να λάβει πιο εμπεριστατωμένες αποφάσεις σχετικά με τη διαχείρισή της. Φαίνεται μάλιστα ότι το Holter πίεσης αποτελεί καλύτερο προγνωστικό δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου (δηλαδή κινδύνου για εμφράγματα του μυοκαρδίου, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια κ.α.) από ότι η απλή μέτρηση της πίεσης στο ιατρείο ή στο σπίτι.
Όπως είναι λοιπόν προφανές, μία μεμονωμένη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης δεν αρκεί ούτε για να κατατάξει κάποιον ως υπερτασικό, ούτε για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την επάρκεια της αντιϋπερτασικής αγωγής. Οι επανειλημμένες μετρήσεις σε βάθος χρόνου είναι τελικά αυτές που μπορούν με αξιοπιστία και ασφάλεια να καθοδηγήσουν κάθε κλινική απόφαση.