Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)
Ο κυτταρομεγαλοϊός, ένας ιός γνωστός λόγω της κλινικής σημασίας που έχει στην κύηση, είναι ένας ευρέως διαδεδομένος ερπητοϊός που μπορεί να προκαλέσει τρία κλινικά σύνδρομα ανάλογα με την ομάδα πληθυσμού που θα προσβάλλει. Η αναζήτηση αντισωμάτων έναντι του CMV συμπεριλαμβάνεται στον βασικό προγεννητικό έλεγχο, καθώς και στον έλεγχο για μεταμοσχεύσεις και για σύνδρομα μονοπυρήνωσης.
Τρόπος μετάδοσης: Ο CMV βρίσκεται στο σίελο, στα ούρα, στο αίμα, στο σπέρμα, στα κολπικά υγρά, στα κόπρανα και στο μητρικό γάλα των μολυσμένων ατόμων. Μεταδίδεται με στενή επαφή (φιλί, σεξουαλική επαφή), με μεταμόσχευση οργάνων από οροθετικό δότη, από τη μητέρα στο κύημα, είτε μέσω του πλακούντα (ενδομητρίως),είτε κατά τον τοκετό ή το θηλασμό και με σχετικά μικρή πιθανότητα), με μετάγγιση μολυσμένου αίματος.
Επιδημιολογικά στοιχεία: Πρόκειται για έναν ιό με ευρεία διασπορά με το ποσοστό των ατόμων που έχουν αντισώματα έναντι του CMV να ποικίλει ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες από 40-100%.Στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό είναι περίπου 90%.
Κλινική εικόνα: Ανάλογα με την ομάδα πληθυσμού που προσβάλλεται μπορεί να παρουσιαστούν τρία κλινικά σύνδρομα 1. Κύηση: Σε λοίμωξη της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης υπάρχει ο κίνδυνος της συγγενούς CMV λοίμωξης η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μικροκεφαλία, εγκεφαλίτιδα, αμφιβληστροειδοπάθεια, καθυστέρηση ανάπτυξης, νοητική υστέρηση, ηπατοσπληνομεγαλία, ίκτερο, θρομβοπενία, κώφωση. Η πιθανότητα για συγγενή κυτταρομεγαλία εξαρτάται από την ηλικία κύησης στην οποία βρίσκεται η μητέρα που μολύνεται. Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης οι πιθανότητες είναι περισσότερες και μειώνονται σταδιακά στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο. Μόλυνση του νεογνού κατά τον τοκετό ή το θηλασμό συνήθως δεν έχει συνέπειες. 2. Ασθενείς με φυσιολογικό ανοσολογικό σύστημα: Τις περισσότερες φόρες δεν υπάρχουν συμπτώματα. Σε μερικές περιπτώσεις όμως, και κυρίως σε νεαρούς ενήλικες, μπορεί να εμφανιστεί ένα σύνδρομο όμοιο με της λοιμώδους μονοπυρήνωσης με πυρετό, λεμφοκυττάρωση και ηπατίτιδα. Η λεμφαδενοπάθεια όμως και η φαρυγγίτιδα δεν είναι τόσο συχνές όπως στον ιό Epstein-Barr και δεν παρατηρούνται ετερόφιλα αντισώματα(Monotest αρνητικό). 3. Ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς: Μπορεί να εκδηλώσουν σοβαρές επιπλοκές με βαριά πρόγνωση όπως εγκεφαλίτιδα, πνευμονία (κυρίως οι μεταμοσχευθέντες), αμφιβληστροειδοπάθεια (κυρίως οι ασθενείς με AIDS), ηπατίτιδα. Η λοίμωξη από CMV σε μεταμοσχευθέντες(λήπτες από οροθετικούς δότες) είναι σημαντική αιτία απόρριψης του μοσχεύματος.
Εξέλιξη: Ο CMV όπως και οι υπόλοιποι ερπητοϊοί παραμένει στον οργανισμό σε λανθάνουσα κατάσταση και μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να επανενεργοποιηθεί. Η παρουσία IgG αντισωμάτων δεν δηλώνει ανοσία, αλλά παρελθούσα μόλυνση και ιοφορία. Πιθανή είναι επίσης η επαναμόλυνση που σε περίπτωση κύησης πρέπει να διακριθεί από την πρωτοπαθή καθώς έχει ευνοϊκότερη πρόγνωση για το κύημα.
Διάγνωση: Η ορολογική διάγνωση είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την διερεύνηση μιας πιθανής λοίμωξης από CMV. Ελέγχεται η παρουσία IgG και IgM αντισωμάτων και η avidity(συνάφεια) των IgG. Τα IgM δείχνουν πρόσφατη λοίμωξη, ενώ τα IgG δείχνουν παλαιά λοίμωξη και παραμένουν δια βίου. Για την οριστική διάκριση μεταξύ πρόσφατης, παλαιάς και δευτεροπαθούς λοίμωξης απαραίτητη είναι η επανάληψη της εξέτασης σε 20 μέρες και η αξιολόγηση κάποιας πιθανής αύξησης τίτλου. Η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει θετικά IgG.Στα νεογνά τα IgM συνήθως υποδηλώνουν συγγενή λοίμωξη. Μοριακές τεχνικές που ανιχνεύουν το γενετικό υλικό του CMV στα ούρα του νεογνού τις δυο πρώτες εβδομάδες επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Στη διάρκεια της κύησης, μετά την 20η εβδομάδα και εφόσον έχει παρέλθει διάστημα 7 εβδομάδων από τη διάγνωση μπορεί να ανιχνευθεί γενετικό υλικό του ιού στο αμνιακό υγρό μετά από αμνιοπαρακέντηση.
Πρόληψη – Θεραπεία: Στην κύηση: προσπάθεια απομόνωσης της εγκύου από πάσχοντες, προγεννητικός έλεγχος, ενημέρωση γονέων για τους κινδύνους για το κύημα. Μεταμοσχεύσεις: έλεγχος δοτών για να μην μεταμοσχευθούν όργανα σε οροαρνητικούς λήπτες Θεραπευτικά χορηγούνται η γκανσικλοβίρη και η φοσκαρνέτη, λόγω όμως της τοξικότητας τους η χρήση τους είναι πολύ περιορισμένη. Στα Διαγνωστικά Κέντρα Βιότυπος διενεργούνται οι ορολογικές εξετάσεις και ο μοριακός έλεγχος για τον CMV , καθώς και όλος ο προγεννητικός έλεγχος.