Καρδιαγγειακά νοσήματα στη γυναίκα
Η παθοφυσιολογία και η επίπτωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων διαφέρουν μεταξύ γυναικών και ανδρών όπως υποδηλώνουν οι παράγοντες κινδύνου και οι κλινικές εκδηλώσεις. Ο κυριότερος παράγοντας που διαφοροποιεί τις γυναίκες από τους άνδρες, είναι τα οιστρογόνα τα οποία έχουν ποικίλη δράση σε διάφορα όργανα του γυναικείου σώματος. Η επίδραση των οιστρογόνων στο καρδιαγγειακό σύστημα μπορεί να είναι άμεση στο αγγείο, ή να εμφανίζεται μέσω των μεταβολών των παραγόντων κινδύνου, όπως της αρτηριακής πίεσης, του σωματικού βάρους, της αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης, του λιπιδαιμικού προφίλ και των αιματολογικών παραγόντων. Τα αποτελέσματα των μελετών, σχετικά με την ορμονική κατάσταση των γυναικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα οιστρογόνα έχουν προστατευτική δράση κατά της αθηρογένεσης, δηλαδή στο σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας στα αγγεία και κατ’ επέκταση στην εμφάνιση κλινικών εκδηλώσεων από το καρδιαγγειακά σύστημα (στεφανιαία νόσος ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο). Η εμμηνόπαυση (παύση της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων) και η ηλικία είναι δύο από τις βασικές καταστάσεις που οδηγούν στην αυξημένη θνησιμότητα των στεφανιαίων συμβαμάτων στο γυναικείο φύλλο. Έτσι αν και οι γυναίκες προστατεύονται κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσης από έμφραγμα του μυοκαρδίου, το πρόβλημα δεν εξαλείφεται αλλά αναβάλλεται. Το δε τίμημα της αναβολής είναι η μεγαλύτερη θνησιμότητα συγκριτικά με τους άνδρες.
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Ευθύνονται για το 30% των θανάτων, με τα λοιμώδη νοσήματα και τον υποσιτισμό να κατέχουν πλέον τη δεύτερη θέση. Σύμφωνα με στοιχεία του Π.Ο.Υ. (παγκόσμιος οργανισμός υγείας), περίπου 17,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από καρδιαγγειακά νοσήματα το 2005. Η πλειοψηφία των θανάτων αυτών σημειώνεται στις αναπτυγμένες χώρες. Υπολογίζεται ότι το 2015, 20 εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία νοσηρότητας και θνητότητας. Ευθύνονται σχεδόν για το 50% των θανάτων, προκαλώντας πάνω από 4,3 εκατομμύρια θανάτους κάθε έτος στα 52 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής περιοχής του Π.Ο.Υ. και περισσότερους από 2 εκατομμύρια θανάτους κάθε έτος στην Ευρωπαική Ένωση. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα ευθύνονται για περισσότερους θανάτους απ’ότι όλοι οι καρκίνοι μαζί, με υψηλότερο ποσοστό στις γυναίκες (55% όλων των θανάτων), παρά στους άνδρες (43% όλων των θανάτων) και παρουσιάζουν μια υψηλότερη θνητότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής τάξης.
Επομένως καθίσταται σαφής η ανάγκη πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων με την τροποποίηση του τρόπου διαβίωσης. Συγκεκριμένα οι συχνότεροι παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι: 1. η υψηλή αρτηριακή πίεση 2. η παχυσαρκία 3. η δυσλιπιδαιμία 4. ο απορρυθμισμένος σακχαρώδης διαβήτης, 5. το κάπνισμα, 6. η υπερκατανάλωση λιπαρών, αλατιού και αλκοόλης. Έμφαση δίνεται λοιπόν σε όλους εκείνους στους παράγοντες κινδύνου , οι οποίοι μπορούν να τροποποιηθούν. Αυτοί αφορούν κυρίως τον τρόπο ζωής, τη διατήρηση των επιπέδων του σακχάρου, των λιπιδίων και της αρτηριακής πίεσης του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα μέσα από τον έλεγχο του βάρους, την μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, την αποφυγή του άλατος, την κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Η σωστή διατροφή, σε συνδυασμό με τη σωματική δραστηριότητα μπορούν να περιορίσουν όλους τους προδιαθεσικούς παράγοντες για στεφανιαία νόσο. Μια τέτοια συνολική διατροφή, που ακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό το διατροφικό πρότυπο της Μεσογειακής διατροφής, έχει συσχετιστεί με ελάττωση στη νοσηρότητα, την ολική θνητότητα, και ειδικότερα με μειωμένη θνητότητα λόγω καρδιαγγειακών παθήσεων. Ειδική μνεία γίνεται για το κάπνισμα το οποίο είναι ο σημαντικότερος τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Ευθύνεται για το 1/5 των καρδιαγγειακών παθήσεων παγκοσμίως και για το 30-40% του συνόλου των θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο. Οι γυναίκες καπνίστριες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων σε σχέση με τους άνδρες. Συγκεκριμένα, όπως έχει φανεί από μελέτες, ο κίνδυνος εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου διπλασιάζεται στις γυναίκες οι οποίες καπνίζουν 3-5 τσιγάρα ημερησίως, ενώ στους άνδρες διπλασιάζεται στα 6-9 τσιγάρα ημερησίως.
Σημαντικό ρόλο στην πρόληψη έχει και ο τακτικός καρδιολογικός έλεγχος ο οποίος περιλαμβάνει τις κάτωθι εξετάσεις: 1.Ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η πρώτη καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς έγινε το 1901. Με την πρόοδο της τεχνολογίας και της καρδιολογίας το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) πήρε τη σημερινή του μορφή και αποτελεί το πιο πολυχρησιμοποιημένο εργαλείο στην ιατρική. Μέσω της καταγραφής της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς επιτυγχάνεται η άμεση διάγνωση μιας πληθώρας νοσημάτων όπως είναι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και τα διάφορα είδη αρρυθμιών. Πρόκειται για μια προσιτή και φθηνή μέθοδος επιβεβαίωσης και εκτίμησης της βαρύτητας της στεφανιαίας νόσου 2.Υπερηχοκαρδιογραφική εξέταση. Η καρδιά είναι ένα τρισδιάστατο κοίλο μυώδες όργανο και για κατανοήσουμε την ανατομία της χρησιμοποιώντας το υπερηχογράφημα δύο διαστάσεων πρέπει να την εξετάσουμε διαδοχικά από διαφορετικές θέσεις του θωρακικού τοιχώματος, ώστε να μπορέσουμε να ανασυνθέσουμε την τρισδιάστατη εικόνα της. Η βάση της υπερηχογραφικής απεικόνισης είναι η ανάκλαση της υπερηχητικής δέσμης από τους ιστούς. Οι μεταβολές μεταξύ των εκπεμπόμενων και προσλαμβανόμενων υπερήχων επεξεργάζονται από τον υπολογιστή του μηχανήματος με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία εικόνας. Έτσι καθίσταται δυνατή η μελέτη του καρδιακού μυός (διαστάσεις καρδιάς, συσπαστικότητα της καρδιάς κ.α.), καθώς και ο έλεγχος της λειτουργικότητας των καρδιακών βαλβίδων 3. Δοκιμασία κόπωσης. Η άσκηση είναι μια φυσιολογική δοκιμασία, η οποία χρησιμοποιείται τόσο για να καθορίσει την επάρκεια της καρδιακής λειτουργίας, όσο και για να αποκαλύψει τυχόν καρδιαγγειακές ανωμαλίες που δεν είναι εμφανείς στην ηρεμία. Η πιο διαδεδομένη κλινική εφαρμογή αποτελεί η ηλεκτροκαρδιογραφική δοκιμασία κοπώσεως (ΗΔΚ). Η ενεργοποίηση του συμπαθητικού συστήματος που προκαλείται με την άσκηση, έχει σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων κατεχολαμινών, οι οποίες αυξάνουν την συσπαστικότητα της καρδιάς και την καρδιακή συχνότητα. Η καρδιακή παροχή αυξάνει κατά την άσκηση, ανάλογα με την απόδοση του καρδιαγγειακού συστήματος, από 5 λίτρα/λεπτό σε συνθήκες ηρεμίας σε πάνω από 30 λίτρα/λεπτό στους αθλητές. Κατά την διάρκεια της ΗΔΚ, 3 κατηγορίες δεδομένων συλλέγονται: 1. Ηλεκτροκαρδιογραφικά δεδομένα 2. Αιμοδυναμικά δεδομένα 3. Κλινικά δεδομένα. Η συνδυασμένη αξιολόγιση των παραπάνω δεδομένων μας βοηθάει τόσο στην διάγνωση όσο και στην εκτίμηση της πρόγνωσης των διαφόρων καρδιοπαθειών.