Η Υγειονομική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού και η συνεισφορά της κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913
Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού έχει να παρουσιάσει τη δική της σημαντικότατη συνεισφορά στους νικηφόρους πολέμους της περιόδου 1912-1913 κατά τους οποίους η χώρα διπλασίασε την εδαφική της έκταση.
Στη μακρά περίοδο εντατικής αναδιοργάνωσης του Ελληνικού Στρατού κατά τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα,που ξεκίνησε αμέσως μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η Υγειονομική Υπηρεσία οργανώνεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις που οριοθετούνται από ισάριθμα βασιλικά διατάγματα το 1904, το 1910 και το 1912 λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου.
Η Υγειονομική Υπηρεσία αναδιοργανώνεται υπό την ουσιαστική καθοδήγηση του Γάλλου Γενικού Αρχιάτρου Οdilot Arnaud, Διευθυντή κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Στρατιωτικών. Η ουσιαστική μεταρρύθμιση που εισάγει ο νέος κανονισμός είναι η συγκρότηση νέων ευκίνητων χειρουργείων, διακρινομένων ανάλογα με τα μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούν και τις μονάδες που υποστηρίζουν σε τύπου Α (Ορεινά Χειρουργεία Εκστρατείας) και τύπου Β (Πεδινά Χειρουργεία Εκστρατείας). Επιπλέον συγκροτούνται δύο νέες μονάδες,η Μοίρα Τραυματιοφορέων και το Νοσηλευτικό Τμήμα, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την επάνδρωση και υποστήριξη των χειρουργείων, ώστε αυτά να επεκτείνονται σε Νοσοκομεία Εκστρατείας κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων. Η επιστράτευση που κηρύσσεται στις 17 Σεπτεμβρίου του 1912 φαίνεται ότι δεν απέδωσε κατά τον καλύτερο τρόπο και αυτό γιατί πολλοί έφεδροι υγειονομικοί αξιωματικοί απουσίαζαν στο εξωτερικό, άλλοι δεν είχαν διαγραφεί από την εφεδρεία, ενώ πολλοί από τους προβλεπομένους δεν προσήλθαν εγκαίρως, ώστε κατά τις πρώτες μέρες του πολέμου οι υγειονομικές μονάδες να έχουν σημαντικές ελλείψεις σε προσωπικό.
Η Υγειονομική Υπηρεσία αντιμετώπισε ιδιαίτερα κατά την αρχική φάση των επιχειρήσεων σημαντικά προβλήματα τα οποία οφείλονται κυρίως : 1. Ο νέος κανονισμός που τέθηκε σε ισχύ πέντε μόλις μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου ήταν άγνωστος στους περισσότερους υγειονομικούς αξιωματικούς με αποτέλεσμα τη λανθασμένη σύσταση και οργάνωση πολλών μονάδων και πολύ περισσότερο την ανισοκατανομή του υγειονομικού υλικού. 2. Στην απουσία προηγούμενης εκπαίδευσης του επιστρατευμένου προσωπικού, με αποτέλεσμα οι μεν διαχειριστές να καταναλώνουν ασκόπως πολύ γρήγορα το υγειονομικό υλικό, οι δε επικεφαλής των μεταγωγικών μοιρών να αγνοούν τον τρόπο περιποίησης των κτηνών (άλογα, όνοι) και φορτοεκφόρτωσης των υλικών σ’αυτά. 3. Στην έλλειψη μεταφορικών μέσων. 4. Ο αγώνας στη Δυτική Μακεδονία διεξήχθη με συνεχή προέλαση, γεγονός που καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολο το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας εξαιτίας της ταχύτητας επιμήκυνσης των αξόνων διακομιδών που επέφερε η προέλαση, καθώς και εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους της περιοχής. Η ηπιότερη φύση του αγώνα στην Ήπειρο, από την άποψη ότι αυτός ήταν περισσότερο στατικός, διευκόλυνε το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας ώστε η περίθαλψη, διακομιδή και νοσηλεία των απωλειών υγείας να είναι αποτελεσματικότερη σε σχέση με αυτή του μετώπου της Μακεδονίας. Η Υγειονομική κατάσταση του στρατεύματος υπήρξε πολύ καλή και στα δύο μέτωπα.Σοβαρές και μεγάλες επιδημίες δεν εκδηλώθηκαν,με εξαίρεση μία επιδημία τυφοειδούς πυρετού στην Καστοριά το Δεκέμβριο του 1912, και μία άλλη μηνιγγίτιδας στην ίδια περιοχή ένα μήνα μετά. Μεμονωμένα κρούσματα ελονοσίας και γαστρεντερίτιδων εμφανίστηκαν αρκετά,ενώ η επιδημία του εξανθηματικού τύφου, που εκδηλώθηκε στον τουρκικό στρατό κατά την κατάληψη των Ιωαννίνων, δε μεταδόθηκε στον ελληνικό. Ο Στρατός όμως στην Ήπειρο κυριολεκτικά δοκιμάστηκε από τα κρυοπαγήματα, κατά την περίοδο του ψυχρού χειμώνα το 1912-13.
Η μεγάλη όμως επιτυχία της Υγειονομικής Υπηρεσίας ήταν ο αντιχολερικός αγώνας. Η χολέρα που ενδημούσε στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και της Ανατολικής Θράκης από τον Αύγουστο του 1910 και που κυριολεκτικά αποδεκάτισε τον τουρκικό και βουλγαρικό στρατό, αποτελούσε την κυριότερη απειλή για την υγεία του ελληνικού στρατού και του πληθυσμού της Μακεδονίας. Το συντονισμό του αντιχολερικού αγώνα ανέλαβαν δύο ικανότατοι Υγειονομικοί Αξιωματικοί, ο Γενικός Αρχίατρος Παναγιώτης Μανούσος και ο Αρχίατρος Κωνσταντίνος Σάββας, καθηγητής της Μικροβιολογίας. Ιδρύθηκαν τα ειδικά αντιχολερικά συνεργεία νοσοκομεία που ήταν εξοπλισμένα με απολυμαντικά μέσα, συσκευές ψεκασμού, φορητό μικροβιολογικό εργαστήριο καθώς και με περιορισμένο αριθμό σκηνών και κλινών. Ο αντιχολερικός αγώνας βασίστηκε όχι μόνο στην έγκαιρη διάγνωση και την εφαρμογή απολυμαντικών μέσων αλλά κυρίως στον καθολικό εμβολιασμό του στρατεύματος με αντιχολερικό εμβόλιο. Ο εμβολιασμός καθώς επίσης και η Παρασκευή του εμβολίου αποτέλεσε έμπνευση του καθηγητή Κωνσταντίνου Σάββα. Με την εφαρμογή του ο εμβολιασμός, ο οποίος υπήρξε συστηματικός και καθολικός, ελάττωσε κατά 14 φορές τη νοσηρότητα και κατά 3 φορές τη θνητότητα σε αυτούς που εμβολιάστηκαν κανονικά με δύο δόσεις του εμβολίου. Η Υγειονομική Υπηρεσία εμβολίασε συνολικά 150.000 στρατεύσιμους και σε συνεργασία με πολίτες ιατρούς 350.000 κατοίκους των περιοχών της Μακεδονίας. Χάρις στον εμβολιασμό τα κρούσματα χολέρας περιορίστηκαν σημαντικά, τόσο στο Στρατό, που έφτασαν τα 2.500 με 515 θανάτους, όσο και στον άμαχο πληθυσμό, που έφτασαν τα 2.700 με 1150 θανάτους, τη στιγμή που μόνο ο βουλγαρικός στρατός απαριθμούσε 11.000 κρούσματα εκ των οποίων τα 4.000 ήταν θανατηφόρα. Δικαίως ειπώθηκε από τον ημερήσιο τύπο της εποχής ότι «η Ελληνική ιατρική σύριγξσυνηγωνίσθη με την Ελληνική ξιφολόγχην εις το νικηφόρον αποτέλεσμα του Ελληνικού Πολέμου 1912-1913». Η δράση του Υγειονομικού Σώματος στους δύο πολέμους κατά τα έτη 1912-1913 αποδεικνύει την αποτελεσματική συμμετοχή στη διατήρηση της ακεραιότητας του Στρατεύματος, στόχος που επιτεύχθηκε χάρη στις ακάματες προσπάθειες και το απαράμιλλο θάρρος του μόνιμου και εθελοντικού ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.